- σκιάζω
- (I)ΝΑ [σκιά]1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.)2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούςνεοελλ.εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιάαρχ.1. καλύπτω, κρύβω («τὸ γένειον τὴν ἀσπίδα πᾱσαν σκιάζειν», Ηρόδ.)2. (για τον ήλιο) ρίχνω σκιά3. (για ηλιακό ρολόι) δείχνω την ώρα με τη σκιά («ὁ γνώμων σκιάζει τὴν ἕκτην», Αλκίφρ.)4. φρ. α) «σκιάσαι γένυν» — λεγόταν για να δηλώσει την πρώτη εμφάνιση γενειάδας στο κάτω σαγόνι τών εφήβων (Ανθ. Παλ.)β) «σκιάζω καῡμα» — καταπραΰνω το ηλιακό καύμα με σκιά (Αλκίφρ.).————————(II)Ν1. τρομάζω κάποιον με αιφνίδιο τρόπο («με τις φωνάρες του έσκιαξε το παιδί»)2. τρομοκρατώ («όλα τά σκιαζ' η φοβέρα και τά πλάκων' η σκλαβιά», Σολωμ.)3. παθ. σκιάζομαιφοβάμαι, λιποψυχώ («μάνα μου, σκιάζομαι πολύ μη πεθαμένοι βγούνε», Σολωμ.)4. παροιμ. «λύκος, αν εσκιαζότανε, θα φορούσε τράγια κάπα» — λέγεται για κάποιον που δεν φοβάται και στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις χωρίς να ζητάει βοήθεια από άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάζω (< σκιά), με συνίζηση (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. σκιά)].
Dictionary of Greek. 2013.